-
1 дело
1. (специальность, профессия, область знаний, круг знаний) το επάγγελμα, η τέχνηη δουλειά, η ασχολία, η επαγγελματική δράσηкнигоиздательское - οι εκδόσεις (πλ.)столярное - см. плотничье -2. (канц.) о φάκελος 3. (событие, факт, положение вещей, обстоятельства) η υπόθεση, το πράγμα, το ζήτημα 4. (круг ведения) η αρμοδιότητα, η δικαιοδοσία 5. (труд, работа) η δουλειά, η επαγγελματική δράση 6. (κ>ρ.) η υπόθεση, η δίωξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дело